Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συζητάω (ρήμα) - (παρόμοια:
συζητάτε
-
συζητώ
-
συζητηθώ
-
συζητούν
-
ζητάω
)
Συνώνυμα
συνομιλώ
διαβιβάζω
συζητώ
3
Αντώνυμα
σιωπώ
αποφεύγω
2
Ορισμός
Να συζητώ ή να συνομιλώ με κάποιον για ένα θέμα.
Να εξετάζω ή να αναλύω ένα θέμα με κάποιον.
2
Παραδείγματα
Συζητάμε για το νέο έργο που θα ξεκινήσει η εταιρεία.
Οι δύο πολιτικοί συζητούν για τις νέες πολιτικές του κόμματος.
2