1. Λέξη
    συζητούν (ρήμα) - (παρόμοια: ζητούν - συζητώ - συζητάω - συζητηθώ - συζητάτε)
  2. Συνώνυμα
    • συνομιλούν
    • διαβιβάζουν
    • συζητάνε
    • συνεξετάζουν
    4
  3. Αντώνυμα
    • σιωπούν
    • αποσιωπούν
    • αγνοούν
    3
  4. Ορισμός
    • Να μιλάς με κάποιον για ένα θέμα, συχνά με σκοπό να φτάσεις σε μια απόφαση ή να ανταλλάξεις απόψεις.
    • Να εξετάζεις ή να συζητάς λεπτομερώς ένα θέμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι φοιτητές συζητούν για το νέο πρόγραμμα σπουδών.
    • Οι ειδικοί συζητούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
    2