Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συζητούν (ρήμα) - (παρόμοια:
ζητούν
-
συζητώ
-
συζητάω
-
συζητηθώ
-
συζητάτε
)
Συνώνυμα
συνομιλούν
διαβιβάζουν
συζητάνε
συνεξετάζουν
4
Αντώνυμα
σιωπούν
αποσιωπούν
αγνοούν
3
Ορισμός
Να μιλάς με κάποιον για ένα θέμα, συχνά με σκοπό να φτάσεις σε μια απόφαση ή να ανταλλάξεις απόψεις.
Να εξετάζεις ή να συζητάς λεπτομερώς ένα θέμα.
2
Παραδείγματα
Οι φοιτητές συζητούν για το νέο πρόγραμμα σπουδών.
Οι ειδικοί συζητούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
2