1. Λέξη
    συζητώ (ρήμα) - (παρόμοια: συζητάω - συζητάτε - συζητηθώ - συζητούν - ξανασυζητώ - συζητήσουμε)
  2. Συνώνυμα
    • συνομιλώ
    • διαπραγματεύομαι
    • συμβουλεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπώ
    • αποφεύγω
    2
  4. Ορισμός
    • Να συζητάς κάποιο θέμα με κάποιον άλλον.
    • Να εξετάζεις ή να συζητάς μια ιδέα ή ένα πρόβλημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συζητήσαμε για τις νέες ταινίες που βγήκαν.
    • Οι ειδικοί συζητούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της νέας τεχνολογίας.
    2