Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συζητώ (ρήμα) - (παρόμοια:
συζητάω
-
συζητάτε
-
συζητηθώ
-
συζητούν
-
ξανασυζητώ
-
συζητήσουμε
)
Συνώνυμα
συνομιλώ
διαπραγματεύομαι
συμβουλεύομαι
3
Αντώνυμα
σιωπώ
αποφεύγω
2
Ορισμός
Να συζητάς κάποιο θέμα με κάποιον άλλον.
Να εξετάζεις ή να συζητάς μια ιδέα ή ένα πρόβλημα.
2
Παραδείγματα
Συζητήσαμε για τις νέες ταινίες που βγήκαν.
Οι ειδικοί συζητούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της νέας τεχνολογίας.
2