Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συλλογικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συλλογή
-
λογικός
-
εκλογικός
-
συζυγικός
-
ζωολογικός
-
βιολογικός
-
οικολογικός
-
φορολογικός
-
ψυχολογικός
-
παθολογικός
)
Συνώνυμα
ομαδικός
κοινός
συνεργατικός
3
Αντώνυμα
ατομικός
αυτόνομος
μοναχικός
3
Ορισμός
που αφορά ή χαρακτηρίζει μια ομάδα ανθρώπων
που γίνεται από κοινού ή με τη συμμετοχή πολλών
2
Παραδείγματα
Η συλλογική απόφαση της ομάδας ήταν ομόφωνη.
Η συλλογική εργασία οδήγησε σε εξαιρετικά αποτελέσματα.
2