Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπλέκτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συλλέκτης
-
συμπαίκτης
-
συμπολίτης
)
Συνώνυμα
συνδέτης
συνδετήρας
2
Αντώνυμα
αποσυνδέτης
διαχωριστής
2
Ορισμός
Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση και αποσύνδεση δύο κινητών μερών σε ένα μηχάνημα.
Συσκευή που επιτρέπει τη μεταφορά ισχύος από έναν κινητήρα σε ένα άλλο εξάρτημα.
2
Παραδείγματα
Ο συμπλέκτης του αυτοκινήτου μου χρειάζεται αντικατάσταση.
Πρέπει να πατήσεις τον συμπλέκτη για να αλλάξεις ταχύτητα.
2