1. Λέξη
    συλλογή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συλλογικός - περισυλλογή)
  2. Συνώνυμα
    • συγκέντρωση
    • συλλογισμός
    • συλλογιστική
    • συλλογήματα
    4
  3. Αντώνυμα
    • διασπορά
    • αποσύνθεση
    • αποσύνδεση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης αντικειμένων ή πληροφοριών.
    • Μια ομάδα από αντικείμενα ή πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί.
    • Η διαδικασία της σκέψης ή της ανάλυσης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η συλλογή των βιβλίων του είναι εντυπωσιακή.
    • Η συλλογή δεδομένων είναι απαραίτητη για την έρευνα.
    • Η συλλογή των σκέψεών του τον οδήγησε σε μια σημαντική ανακάλυψη.
    3