Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συλλογή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συλλογικός
-
περισυλλογή
)
Συνώνυμα
συγκέντρωση
συλλογισμός
συλλογιστική
συλλογήματα
4
Αντώνυμα
διασπορά
αποσύνθεση
αποσύνδεση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης αντικειμένων ή πληροφοριών.
Μια ομάδα από αντικείμενα ή πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί.
Η διαδικασία της σκέψης ή της ανάλυσης.
3
Παραδείγματα
Η συλλογή των βιβλίων του είναι εντυπωσιακή.
Η συλλογή δεδομένων είναι απαραίτητη για την έρευνα.
Η συλλογή των σκέψεών του τον οδήγησε σε μια σημαντική ανακάλυψη.
3