Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβιβάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβιβάζω
-
επιβιβάζομαι
-
συμμερίζομαι
-
συνεργάζομαι
)
Συνώνυμα
συμφωνώ
συμβιβάζω
συμβιβάζομαι
συμβιβάζομαι
συμβιβάζομαι
5
Αντώνυμα
διαφωνώ
αντιτίθεμαι
εναντιώνομαι
3
Ορισμός
Να συμφωνώ με κάποιον ή κάτι, να βρίσκω κοινό έδαφος.
Να προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση ή συνθήκη.
Να καταλήγω σε συμβιβασμό.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να συμβιβαστώ με τις συνθήκες για να πετύχω τον στόχο μου.
Οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν μετά από ώρες διαπραγμάτευσης.
Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την ιδέα της αδικίας.
3