1. Λέξη
    συμβιβάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: συμβιβάζω - επιβιβάζομαι - συμμερίζομαι - συνεργάζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συμφωνώ
    • συμβιβάζω
    • συμβιβάζομαι
    • συμβιβάζομαι
    • συμβιβάζομαι
    5
  3. Αντώνυμα
    • διαφωνώ
    • αντιτίθεμαι
    • εναντιώνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να συμφωνώ με κάποιον ή κάτι, να βρίσκω κοινό έδαφος.
    • Να προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση ή συνθήκη.
    • Να καταλήγω σε συμβιβασμό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να συμβιβαστώ με τις συνθήκες για να πετύχω τον στόχο μου.
    • Οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν μετά από ώρες διαπραγμάτευσης.
    • Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την ιδέα της αδικίας.
    3