Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμαζεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμμαζεύομαι
-
μαζεύω
-
συμμαχία
)
Συνώνυμα
συλλέγω
μαζεύω
συγκεντρώνω
3
Αντώνυμα
διασκορπίζω
ξεσκονίζω
2
Ορισμός
Μαζεύω ή συλλέγω διάφορα πράγματα μαζί.
Συγκεντρώνω ή οργανώνω πληροφορίες, δεδομένα ή αντικείμενα.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος μας ζήτησε να συμμαζέψουμε όλες τις πληροφορίες για το πρότζεκτ.
Μετά το πάρτι, έπρεπε να συμμαζέψουμε όλα τα παιχνίδια.
2