1. Λέξη
    συμμαζεύω (ρήμα) - (παρόμοια: συμμαζεύομαι - μαζεύω - συμμαχία)
  2. Συνώνυμα
    • συλλέγω
    • μαζεύω
    • συγκεντρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διασκορπίζω
    • ξεσκονίζω
    2
  4. Ορισμός
    • Μαζεύω ή συλλέγω διάφορα πράγματα μαζί.
    • Συγκεντρώνω ή οργανώνω πληροφορίες, δεδομένα ή αντικείμενα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος μας ζήτησε να συμμαζέψουμε όλες τις πληροφορίες για το πρότζεκτ.
    • Μετά το πάρτι, έπρεπε να συμμαζέψουμε όλα τα παιχνίδια.
    2