1. Λέξη
    συμμαζεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: συμμαζεύω - μαζεύομαι - συμβουλεύομαι - συμμερίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συγκεντρώνομαι
    • μαζεύομαι
    • συλλέγομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • διασκορπίζομαι
    • ξεμαζεύομαι
    2
  4. Ορισμός
    • συγκεντρώνομαι σε ένα μέρος, συνήθως σε μεγάλο πλήθος
    • μαζεύομαι μαζί με άλλους για έναν συγκεκριμένο σκοπό
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κόσμος συμμαζεύτηκε στην πλατεία για να δει την παρέλαση.
    • Τα πουλιά συμμαζεύτηκαν στα κλαδιά του δέντρου.
    2