Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμαζεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
συμμαζεύω
-
μαζεύομαι
-
συμβουλεύομαι
-
συμμερίζομαι
)
Συνώνυμα
συγκεντρώνομαι
μαζεύομαι
συλλέγομαι
3
Αντώνυμα
διασκορπίζομαι
ξεμαζεύομαι
2
Ορισμός
συγκεντρώνομαι σε ένα μέρος, συνήθως σε μεγάλο πλήθος
μαζεύομαι μαζί με άλλους για έναν συγκεκριμένο σκοπό
2
Παραδείγματα
Ο κόσμος συμμαζεύτηκε στην πλατεία για να δει την παρέλαση.
Τα πουλιά συμμαζεύτηκαν στα κλαδιά του δέντρου.
2