Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμορίτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμμορία
-
συμπολίτης
)
Συνώνυμα
ληστής
καταδότης
επαναστάτης
3
Αντώνυμα
νομοταγής πολίτης
ήρωας
2
Ορισμός
Μέλος οργανωμένης ομάδας που δρα με βίαιους τρόπους, συχνά εναντίον της νόμιμης εξουσίας.
Ιστορικά, μέλος ανταρτικών ομάδων που πολέμησαν κατά της οθωμανικής κυριαρχίας.
2
Παραδείγματα
Οι συμμορίτες λήστεψαν το χωριό κατά τη νύχτα.
Κατά την Επανάσταση του 1821, πολλοί συμμορίτες πολέμησαν για την ελευθερία.
2