1. Λέξη
    συμπολίτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πολίτης - συμπλέκτης - συμπαίκτης - συμμορίτης - συμπονώ)
  2. Συνώνυμα
    • συντοπίτης
    • συγχωριανός
    • συμπατριώτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξένος
    • αλλοδαπός
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που ανήκει στην ίδια πόλη ή χώρα με κάποιον άλλο.
    • Κοινός πολίτης μιας πόλης ή κράτους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης και η Μαρία είναι συμπολίτες, αφού και οι δύο κατάγονται από την Αθήνα.
    • Όλοι οι συμπολίτες πρέπει να σέβονται τους νόμους της χώρας τους.
    2