Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπολίτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πολίτης
-
συμπλέκτης
-
συμπαίκτης
-
συμμορίτης
-
συμπονώ
)
Συνώνυμα
συντοπίτης
συγχωριανός
συμπατριώτης
3
Αντώνυμα
ξένος
αλλοδαπός
2
Ορισμός
Άτομο που ανήκει στην ίδια πόλη ή χώρα με κάποιον άλλο.
Κοινός πολίτης μιας πόλης ή κράτους.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης και η Μαρία είναι συμπολίτες, αφού και οι δύο κατάγονται από την Αθήνα.
Όλοι οι συμπολίτες πρέπει να σέβονται τους νόμους της χώρας τους.
2