Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμμορίτης
-
συμμετρία
-
συμμαχία
-
συρία
-
συμμορφώνομαι
)
Συνώνυμα
συμμορία
συμμορία
ομάδα
συμμορία
4
Αντώνυμα
μοναδικότητα
ατομικότητα
2
Ορισμός
Μια ομάδα ανθρώπων που ενεργούν μαζί, συχνά για παράνομους ή βίαιους σκοπούς.
Μια οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα ή στόχους.
2
Παραδείγματα
Η αστυνομία συνέλαβε μέλη μιας συμμορίας που εμπλέκεται σε κλοπές.
Η συμμορία ελέγχει ένα μεγάλο τμήμα της αγοράς ναρκωτικών στην περιοχή.
2