1. Λέξη
    συμμορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συμμορίτης - συμμετρία - συμμαχία - συρία - συμμορφώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συμμορία
    • συμμορία
    • ομάδα
    • συμμορία
    4
  3. Αντώνυμα
    • μοναδικότητα
    • ατομικότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια ομάδα ανθρώπων που ενεργούν μαζί, συχνά για παράνομους ή βίαιους σκοπούς.
    • Μια οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα ή στόχους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αστυνομία συνέλαβε μέλη μιας συμμορίας που εμπλέκεται σε κλοπές.
    • Η συμμορία ελέγχει ένα μεγάλο τμήμα της αγοράς ναρκωτικών στην περιοχή.
    2