1. Λέξη
    συμμετάσχω (ρήμα) - (παρόμοια: συμμετέχω - συμπάσχω - συμμετρία - συμμετοχή - συμμετέχων)
  2. Συνώνυμα
    • συνεργάζομαι
    • συμμετέχω
    • συνεισφέρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσύρομαι
    • αποχωρώ
    • απομακρύνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να παίρνω μέρος σε μια δραστηριότητα ή γεγονός.
    • Να συνεργάζομαι με άλλους σε μια κοινή προσπάθεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα συμμετάσχω στον μαραθώνιο την επόμενη εβδομάδα.
    • Όλοι οι μαθητές πρέπει να συμμετάσχουν στην ομαδική εργασία.
    2