Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμετάσχω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμμετέχω
-
συμπάσχω
-
συμμετρία
-
συμμετοχή
-
συμμετέχων
)
Συνώνυμα
συνεργάζομαι
συμμετέχω
συνεισφέρω
3
Αντώνυμα
αποσύρομαι
αποχωρώ
απομακρύνομαι
3
Ορισμός
Να παίρνω μέρος σε μια δραστηριότητα ή γεγονός.
Να συνεργάζομαι με άλλους σε μια κοινή προσπάθεια.
2
Παραδείγματα
Θα συμμετάσχω στον μαραθώνιο την επόμενη εβδομάδα.
Όλοι οι μαθητές πρέπει να συμμετάσχουν στην ομαδική εργασία.
2