Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπαθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
συμπαθής
-
συμπαγές
-
συμπαγής
-
συμπαθητικός
-
συμπαίκτης
)
Συνώνυμα
συμμερίζομαι
κατανόηση
συναισθάνομαι
3
Αντώνυμα
αποστροφή
αντιπάθεια
αδιαφορία
3
Ορισμός
Νιώθω συμπάθεια ή κατανόηση για κάποιον ή κάτι.
Εκφράζω συναισθηματική σύνδεση ή ενσυναίσθηση.
2
Παραδείγματα
Συμπάθησα πολύ τη νέα μου γειτόνισσα από την πρώτη στιγμή.
Δεν μπορώ να μην συμπαθήσω κάποιον που προσπαθεί τόσο σκληρά.
2