Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπαίκτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμπλέκτης
-
παίκτης
-
συμπατριώτης
-
συμπολίτης
-
συμπαθώ
)
Συνώνυμα
συνεργάτης
συνάθλητης
συμπαραστάτης
3
Αντώνυμα
αντίπαλος
εχθρός
αντιμαχόμενος
3
Ορισμός
Αθλητής που παίζει στην ίδια ομάδα με κάποιον άλλο.
Κάποιος που συνεργάζεται ή συμμετέχει σε μια κοινή δραστηριότητα με άλλους.
2
Παραδείγματα
Ο συμπαίκτης μου στο ποδόσφαιρο σκόραρε το νικητήριο γκολ.
Στο θέατρο, οι συμπαίκτες πρέπει να συνεργάζονται για να πετύχουν μια καλή παράσταση.
2