1. Λέξη
    συμπαίκτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συμπλέκτης - παίκτης - συμπατριώτης - συμπολίτης - συμπαθώ)
  2. Συνώνυμα
    • συνεργάτης
    • συνάθλητης
    • συμπαραστάτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • αντίπαλος
    • εχθρός
    • αντιμαχόμενος
    3
  4. Ορισμός
    • Αθλητής που παίζει στην ίδια ομάδα με κάποιον άλλο.
    • Κάποιος που συνεργάζεται ή συμμετέχει σε μια κοινή δραστηριότητα με άλλους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο συμπαίκτης μου στο ποδόσφαιρο σκόραρε το νικητήριο γκολ.
    • Στο θέατρο, οι συμπαίκτες πρέπει να συνεργάζονται για να πετύχουν μια καλή παράσταση.
    2