Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπαθητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
παθητικός
-
συμπονετικός
-
τηλεπαθητικός
-
αντιπαθητικός
-
συμπτωματικός
-
συμβατικός
-
συμπαθώ
-
συμπληρωματικός
-
συμπαθής
-
συγκινητικός
-
συντηρητικός
)
Συνώνυμα
ευγενικός
καλοσυνάτος
φιλικός
ευσπλαχνικός
4
Αντώνυμα
ασυμπαθής
σκληρός
αγενής
αντιπαθητικός
4
Ορισμός
που δείχνει κατανόηση και ενσυναίσθηση προς τους άλλους
που προκαλεί συμπάθεια ή εύνοια
που χαρακτηρίζεται από καλοσύνη και ευγένεια
3
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι πολύ συμπαθητικός και πάντα βοηθάει τους συναδέλφους του.
Η συμπαθητική της συμπεριφορά της έκανε όλους να την αγαπούν.
Έδειξε συμπαθητική στάση απέναντι στους δυσκολίες των άλλων.
3