1. Λέξη
    συμπατριώτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πατριώτης - συμπαίκτης)
  2. Συνώνυμα
    • συμπολίτης
    • συμπατριώτισσα
    • συμπατριώτιδα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξένος
    • αλλοδαπός
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που κατάγεται από την ίδια χώρα με κάποιον άλλον.
    • Άτομο που έχει την ίδια εθνική καταγωγή με κάποιον άλλον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης και ο Νίκος είναι συμπατριώτες, αφού και οι δύο κατάγονται από την Ελλάδα.
    • Στη συγκέντρωση συναντήθηκαν πολλοί συμπατριώτες που ζούσαν στο εξωτερικό.
    2