Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπατριώτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πατριώτης
-
συμπαίκτης
)
Συνώνυμα
συμπολίτης
συμπατριώτισσα
συμπατριώτιδα
3
Αντώνυμα
ξένος
αλλοδαπός
2
Ορισμός
Άτομο που κατάγεται από την ίδια χώρα με κάποιον άλλον.
Άτομο που έχει την ίδια εθνική καταγωγή με κάποιον άλλον.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης και ο Νίκος είναι συμπατριώτες, αφού και οι δύο κατάγονται από την Ελλάδα.
Στη συγκέντρωση συναντήθηκαν πολλοί συμπατριώτες που ζούσαν στο εξωτερικό.
2