1. Λέξη
    πατριώτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συμπατριώτης - πατριός - πατρική - πατρικός)
  2. Συνώνυμα
    • συμπατριώτης
    • εθνικός
    • πολίτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξένος
    • αλλοδαπός
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που ανήκει σε μια συγκεκριμένη χώρα και συνήθως δείχνει αφοσίωση και αγάπη προς αυτήν.
    • Κάποιος που γεννήθηκε ή έχει την υπηκοότητα μιας χώρας και ταυτίζεται με αυτήν.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατριώτης πολέμησε για την ελευθερία της χώρας του.
    • Ένας αληθινός πατριώτης σέβεται τους νόμους και τις παραδόσεις της πατρίδας του.
    2