Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πατριώτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμπατριώτης
-
πατριός
-
πατρική
-
πατρικός
)
Συνώνυμα
συμπατριώτης
εθνικός
πολίτης
3
Αντώνυμα
ξένος
αλλοδαπός
2
Ορισμός
Άτομο που ανήκει σε μια συγκεκριμένη χώρα και συνήθως δείχνει αφοσίωση και αγάπη προς αυτήν.
Κάποιος που γεννήθηκε ή έχει την υπηκοότητα μιας χώρας και ταυτίζεται με αυτήν.
2
Παραδείγματα
Ο πατριώτης πολέμησε για την ελευθερία της χώρας του.
Ένας αληθινός πατριώτης σέβεται τους νόμους και τις παραδόσεις της πατρίδας του.
2