1. Λέξη
    συμπληρώσω (ρήμα) - (παρόμοια: συμπληρώνω - πληρώσω - εκπληρώσω)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρώσω
    • τελειώσω
    • εκπληρώσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήσω ημιτελή
    • εγκαταλείψω
    • αποτύχω
    3
  4. Ορισμός
    • Να φέρω κάτι σε πλήρη μορφή ή κατάσταση.
    • Να προσθέσω τα απαραίτητα στοιχεία για να γίνει κάτι ολοκληρωμένο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να συμπληρώσω την αίτηση πριν την προθεσμία.
    • Θα συμπληρώσω τα στοιχεία που λείπουν από την έκθεση.
    2