Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπληρώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμπληρώνω
-
πληρώσω
-
εκπληρώσω
)
Συνώνυμα
ολοκληρώσω
τελειώσω
εκπληρώσω
3
Αντώνυμα
αφήσω ημιτελή
εγκαταλείψω
αποτύχω
3
Ορισμός
Να φέρω κάτι σε πλήρη μορφή ή κατάσταση.
Να προσθέσω τα απαραίτητα στοιχεία για να γίνει κάτι ολοκληρωμένο.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να συμπληρώσω την αίτηση πριν την προθεσμία.
Θα συμπληρώσω τα στοιχεία που λείπουν από την έκθεση.
2