1. Λέξη
    συμπληρώνω (ρήμα) - (παρόμοια: συμπληρώσω - πληρώνω - ξεπληρώνω - εκπληρώνω - αναπληρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρώνω
    • εκπληρώνω
    • τελειώνω
    • καταρτίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω ημιτελές
    • ελλείπω
    • αποτυγχάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι πλήρες προσθέτοντας τα απαραίτητα μέρη ή στοιχεία.
    • Να γεμίζω ένα κενό ή να προσθέτω ό,τι λείπει.
    • Να ολοκληρώνω μια διαδικασία ή μια εργασία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να συμπληρώσεις τη φόρμα πριν την υποβάλεις.
    • Ο φοιτητής συμπλήρωσε τη διατριβή του με επιπλέον έρευνα.
    • Συμπλήρωσε τα κενά στο πείραμα για να δώσει πιο σαφή αποτελέσματα.
    3