Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπληρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμπληρώσω
-
πληρώνω
-
ξεπληρώνω
-
εκπληρώνω
-
αναπληρώνω
)
Συνώνυμα
ολοκληρώνω
εκπληρώνω
τελειώνω
καταρτίζω
4
Αντώνυμα
αφήνω ημιτελές
ελλείπω
αποτυγχάνω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι πλήρες προσθέτοντας τα απαραίτητα μέρη ή στοιχεία.
Να γεμίζω ένα κενό ή να προσθέτω ό,τι λείπει.
Να ολοκληρώνω μια διαδικασία ή μια εργασία.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να συμπληρώσεις τη φόρμα πριν την υποβάλεις.
Ο φοιτητής συμπλήρωσε τη διατριβή του με επιπλέον έρευνα.
Συμπλήρωσε τα κενά στο πείραμα για να δώσει πιο σαφή αποτελέσματα.
3