1. Λέξη
    συμπλοκή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εμπλοκή - πλοκή)
  2. Συνώνυμα
    • σύγκρουση
    • διένεξη
    • αψιμαχία
    • σύρραξη
    4
  3. Αντώνυμα
    • συνεργασία
    • αρμονία
    • συμφωνία
    • ειρήνη
    4
  4. Ορισμός
    • Μια κατάσταση σύγκρουσης ή διαμάχης μεταξύ ατόμων ή ομάδων.
    • Μια φυσική ή μεταφορική σύγκρουση που μπορεί να έχει βίαιες συνέπειες.
    • Μια περίπλοκη ή δύσκολη κατάσταση που απαιτεί προσοχή για την επίλυσή της.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η συμπλοκή μεταξύ των δύο ομάδων οδήγησε σε πολλές τραυματισμούς.
    • Μια συμπλοκή απόψεων μπορεί να οδηγήσει σε δημιουργικές λύσεις.
    • Η πολιτική συμπλοκή στη χώρα κράτησε για πολλούς μήνες.
    3