1. Λέξη
    εμπλοκή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιπλοκή - συμπλοκή - πλοκή)
  2. Συνώνυμα
    • πλοκή
    • περιπλοκή
    • δύσκολη κατάσταση
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλότητα
    • ευκολία
    • αποφυγή
    3
  4. Ορισμός
    • Μια πολύπλοκη ή δυσάρεστη κατάσταση που δημιουργεί δυσκολίες.
    • Η ενέργεια του να εμπλέκεσαι σε κάτι, ιδιαίτερα σε μια δυσάρεστη ή περίπλοκη κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Βρέθηκε σε μια σοβαρή εμπλοκή με το νόμο.
    • Η εμπλοκή του σε αυτή τη δουλειά του προκάλεσε πολλά προβλήματα.
    2