Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπονώ (ρήμα) - (παρόμοια:
συμπονετικός
-
συμπολίτης
)
Συνώνυμα
συλλυπούμαι
συμπάσχω
κατανόηση έχω
3
Αντώνυμα
αδιαφορώ
αγνοώ
2
Ορισμός
Νιώθω θλίψη ή οίκτο για τα δεινά κάποιου άλλου.
Εκδηλώνω κατανόηση και συμπάθεια για τα προβλήματα ή τα συναισθήματα κάποιου άλλου.
2
Παραδείγματα
Συμπονώ τη φίλη μου που έχασε τη δουλειά της.
Ο γιατρός συμπόνεσε τον ασθενή που υποφέρει από χρόνια πάθηση.
2