Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπονετικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συμπαθητικός
-
συμπτωματικός
-
συμβατικός
-
συνθετικός
-
συμπονώ
-
συμπληρωματικός
-
σχετικός
-
υπομονετικός
-
γενετικός
)
Συνώνυμα
ευσπλαχνικός
καλοσυνάτος
συμπαθητικός
3
Αντώνυμα
ασυμπόνετος
σκληρός
ανευσπλαχνικός
3
Ορισμός
Που δείχνει κατανόηση και συμπόνοια για τα προβλήματα ή τα δεινά των άλλων.
Που έχει την ικανότητα να νιώθει και να μοιράζεται τον πόνο ή τη θλίψη κάποιου άλλου.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός ήταν πολύ συμπονετικός με τους ασθενείς του.
Μια συμπονετική αντίδραση μπορεί να βοηθήσει κάποιον να νιώσει καλύτερα.
2