Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συναγωγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνα
-
αγωγή
-
συναλλαγή
-
συναγωνίζομαι
)
Συνώνυμα
σύναξη
συγκέντρωση
έναση
3
Αντώνυμα
διασπορά
αποσύνδεση
απομόνωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συναθροίζειν, δηλαδή της συγκέντρωσης ανθρώπων ή πραγμάτων σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
Ο τόπος όπου συγκεντρώνονται οι Ιουδαίοι για θρησκευτικές τελετές και μελέτη των θείων γραφών.
Μεταφορικά, η ενότητα ή η ομοψυχία μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων.
3
Παραδείγματα
Η συναγωγή των πολιτών στην πλατεία ήταν μαζική.
Κάθε Σάββατο επισκέπτεται τη συναγωγή για να προσευχηθεί.
Η συναγωγή των ιδεών οδήγησε σε μια πρωτότυπη λύση.
3