1. Λέξη
    συναγωγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συνα - αγωγή - συναλλαγή - συναγωνίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • σύναξη
    • συγκέντρωση
    • έναση
    3
  3. Αντώνυμα
    • διασπορά
    • αποσύνδεση
    • απομόνωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συναθροίζειν, δηλαδή της συγκέντρωσης ανθρώπων ή πραγμάτων σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
    • Ο τόπος όπου συγκεντρώνονται οι Ιουδαίοι για θρησκευτικές τελετές και μελέτη των θείων γραφών.
    • Μεταφορικά, η ενότητα ή η ομοψυχία μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η συναγωγή των πολιτών στην πλατεία ήταν μαζική.
    • Κάθε Σάββατο επισκέπτεται τη συναγωγή για να προσευχηθεί.
    • Η συναγωγή των ιδεών οδήγησε σε μια πρωτότυπη λύση.
    3