Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνειδητοποίηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνειδητοποιώ
-
συνειδητοποιήσω
-
συνειδητοποιείς
-
συνειδητός
)
Συνώνυμα
κατανόηση
αντιληπτικότητα
συνείδηση
3
Αντώνυμα
αγνοία
ασυνειδησία
απροσεξία
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή η κατάσταση κατά την οποία κάποιος γίνεται εντελώς συνειδητός ή αντιλαμβάνεται κάτι.
Η επίγνωση ή η κατανόηση μιας κατάστασης ή γεγονότος.
2
Παραδείγματα
Η συνειδητοποίηση της σημασίας της υγείας ήρθε μετά από μια σοβαρή ασθένεια.
Μετά από πολλά χρόνια, ήρθε η συνειδητοποίηση ότι η ευτυχία βρίσκεται στις απλές χαρές της ζωής.
2