1. Λέξη
    συνειδητοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια: συνειδητοποιήσω - συνειδητοποιείς - συνειδητοποίηση - συνειδητός)
  2. Συνώνυμα
    • καταλαβαίνω
    • αντιλαμβάνομαι
    • συνειδητοποιούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • λανθασμένα καταλαβαίνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να γίνει κάποιος ενήμερος ή να αντιληφθεί κάτι με σαφήνεια.
    • Να συνειδητοποιήσει κάποιος την πραγματικότητα ή την σημασία μιας κατάστασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τελικά συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να αλλάξω τη ζωή μου.
    • Μετά από πολλά χρόνια, συνειδητοποίησε την αξία της οικογένειάς του.
    2