Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνειδητοποιήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
συνειδητοποιώ
-
συνειδητοποιείς
-
συνειδητοποίηση
-
συνειδητός
)
Συνώνυμα
αντιλαμβάνομαι
κατανοώ
συνειδητοποιώ
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
αδιαφορώ
3
Ορισμός
Να γίνει κάποιος εντελώς συνειδητός για κάτι, να το αντιληφθεί πλήρως.
Να καταλάβει ή να αντιληφθεί κάποιος την πραγματικότητα ή την σημασία μιας κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Τελικά συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να αλλάξω τη ζωή μου.
Μετά από πολλά χρόνια, συνειδητοποίησε τα λάθη του.
2