1. Λέξη
    συνεπαίρνω (ρήμα) - (παρόμοια: παίρνω - συνεπής)
  2. Συνώνυμα
    • συμπαρασύρω
    • συνεφέρω
    • συμπαίρνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτρέπω
    • σταματώ
    • εμποδίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Παίρνω μαζί μου κάποιον ή κάτι, συνήθως σε μια κίνηση ή δράση.
    • Επηρεάζω κάποιον να συμμετάσχει ή να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ενθουσιασμός του συνεπήρε όλους τους παρευρισκομένους.
    • Η ομιλία του συνεπήρε το κοινό να ενεργοποιηθεί.
    2