Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεπαίρνω (ρήμα) - (παρόμοια:
παίρνω
-
συνεπής
)
Συνώνυμα
συμπαρασύρω
συνεφέρω
συμπαίρνω
3
Αντώνυμα
αποτρέπω
σταματώ
εμποδίζω
3
Ορισμός
Παίρνω μαζί μου κάποιον ή κάτι, συνήθως σε μια κίνηση ή δράση.
Επηρεάζω κάποιον να συμμετάσχει ή να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά.
2
Παραδείγματα
Ο ενθουσιασμός του συνεπήρε όλους τους παρευρισκομένους.
Η ομιλία του συνεπήρε το κοινό να ενεργοποιηθεί.
2