Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεχιστεί (ρήμα) - (παρόμοια:
συνεχής
-
συνεχώς
)
Συνώνυμα
συνεχίζω
εξακολουθώ
προχωρώ
3
Αντώνυμα
σταματώ
διακόπτω
τερματίζω
3
Ορισμός
Να συνεχίσει κάτι που έχει ήδη αρχίσει.
Να μην σταματήσει μια δράση ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Η συνάντηση θα συνεχιστεί αύριο.
Ο δρόμος συνεχίζεται για πολλά χιλιόμετρα.
2