Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεχής (επίθετο) - (παρόμοια:
συνεπής
-
συνεχώς
-
συνεχεία
-
συνεχίσω
-
συνεχίζω
-
συνεχιστεί
)
Συνώνυμα
αδιάκοπος
ακατάπαυστος
διαρκής
3
Αντώνυμα
διακεκομμένος
ασυνεχής
προσωρινός
3
Ορισμός
που συνεχίζεται χωρίς διακοπή ή παύση
που παρουσιάζεται ή υπάρχει με σταθερότητα και χωρίς διαλείμματα
που δεν έχει διακοπές ή αλλαγές
3
Παραδείγματα
Η συνεχής βροχή προκάλεσε πλημμύρες στην περιοχή.
Ο συνεχής θόρυβος από τους γείτονες με ενοχλεί.
Η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας αλλάζει τον τρόπο ζωής μας.
3