1. Λέξη
    συνεχής (επίθετο) - (παρόμοια: συνεπής - συνεχώς - συνεχεία - συνεχίσω - συνεχίζω - συνεχιστεί)
  2. Συνώνυμα
    • αδιάκοπος
    • ακατάπαυστος
    • διαρκής
    3
  3. Αντώνυμα
    • διακεκομμένος
    • ασυνεχής
    • προσωρινός
    3
  4. Ορισμός
    • που συνεχίζεται χωρίς διακοπή ή παύση
    • που παρουσιάζεται ή υπάρχει με σταθερότητα και χωρίς διαλείμματα
    • που δεν έχει διακοπές ή αλλαγές
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η συνεχής βροχή προκάλεσε πλημμύρες στην περιοχή.
    • Ο συνεχής θόρυβος από τους γείτονες με ενοχλεί.
    • Η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας αλλάζει τον τρόπο ζωής μας.
    3