Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεχώς (επίρρημα) - (παρόμοια:
συνεχής
-
συνεχεία
-
συνεχίσω
-
συνεχίζω
-
συνεχιστεί
)
Συνώνυμα
διαρκώς
αδιάκοπα
ακατάπαυστα
3
Αντώνυμα
σποραδικά
περιοδικά
διαλείποντας
3
Ορισμός
Χωρίς διακοπή ή παύση, με σταθερότητα και συνέχεια.
Με τρόπο που δεν σταματάει ή δεν αλλάζει.
2
Παραδείγματα
Οι βροχές έπεφταν συνεχώς για τρεις μέρες.
Εργάζεται συνεχώς για να πετύχει τους στόχους του.
2