Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνηθισμένο (επίθετο) - (παρόμοια:
συνηθισμένος
-
συντονισμένος
)
Συνώνυμα
συνηθισμένος
συνηθισμένη
συνηθισμένοι
συνηθισμένες
4
Αντώνυμα
ασυνήθιστο
ασυνήθιστη
ασυνήθιστοι
ασυνήθιστες
4
Ορισμός
Είναι κάτι που έχει γίνει συνήθειο ή είναι γνωστό και αναμενόμενο.
Κάτι που δεν είναι ιδιαίτερο ή ξεχωριστό, αλλά συμβαίνει συχνά.
2
Παραδείγματα
Είναι συνηθισμένο να βρέχει τον Απρίλιο.
Η συνηθισμένη διαδικασία είναι να υποβάλεις την αίτηση πριν από την προθεσμία.
2