Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντονισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
συντονισμός
-
σκονισμένος
-
συγκλονισμένος
-
συνηθισμένος
-
συντονιστής
-
κανονισμένος
-
σκισμένος
-
δαιμονισμένος
-
συντετριμμένος
-
συγχυσμένος
-
συνηθισμένο
)
Συνώνυμα
συγχρονισμένος
οργανωμένος
αρμονικός
3
Αντώνυμα
ασυγχρόνιστος
αποσυντονισμένος
αναρχικός
3
Ορισμός
Που έχει συντονιστεί ή έχει οργανωθεί με τρόπο ώστε να λειτουργεί ομαλά και αποτελεσματικά.
Που βρίσκεται σε αρμονία ή συμφωνία με κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Η συντονισμένη προσπάθεια της ομάδας οδήγησε σε εξαιρετικά αποτελέσματα.
Οι κινήσεις τους ήταν τέλεια συντονισμένες με τη μουσική.
2