Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνηθισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
συνηθισμένο
-
συντονισμένος
-
εθισμένος
-
σκισμένος
-
συγκλονισμένος
-
σκονισμένος
-
συγχυσμένος
-
σφραγισμένος
-
σοκαρισμένος
-
συνδεδεμένος
-
σπασμένος
-
χτισμένος
-
πεισμένος
-
σκασμένος
-
ορισμένος
)
Συνώνυμα
συνηθής
συνήθης
κοινός
συχνός
4
Αντώνυμα
ασυνήθιστος
ασυνήθης
ασυνήθιστο
ασυνήθιστα
4
Ορισμός
Που έχει γίνει συνήθεια ή έχει συνηθιστεί.
Που δεν ξεχωρίζει για κάτι ιδιαίτερο, που είναι συνηθισμένος.
2
Παραδείγματα
Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις.
Η συνηθισμένη διαδικασία δεν περιλαμβάνει καμία έκπληξη.
2