1. Συνώνυμα
    • συνηθής
    • συνήθης
    • κοινός
    • συχνός
    4
  2. Αντώνυμα
    • ασυνήθιστος
    • ασυνήθης
    • ασυνήθιστο
    • ασυνήθιστα
    4
  3. Ορισμός
    • Που έχει γίνει συνήθεια ή έχει συνηθιστεί.
    • Που δεν ξεχωρίζει για κάτι ιδιαίτερο, που είναι συνηθισμένος.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις.
    • Η συνηθισμένη διαδικασία δεν περιλαμβάνει καμία έκπληξη.
    2