Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνθετικό (επίθετο) - (παρόμοια:
συνθετικός
-
συνθηματικό
-
συντηρητικό
-
συνταρακτικό
)
Συνώνυμα
σύνθετο
συνδυασμένο
μικτό
3
Αντώνυμα
απλό
αμόλυντο
ασύνθετο
3
Ορισμός
Που προκύπτει από τη σύνθεση διαφορετικών στοιχείων ή μερών.
Που έχει σχηματιστεί με συνθετικό τρόπο ή που αποτελείται από συνθετικά υλικά.
Που αναφέρεται σε προϊόντα ή ουσίες που έχουν παραχθεί τεχνητά.
3
Παραδείγματα
Το συνθετικό ύφασμα είναι πιο ανθεκτικό από το βαμβακερό.
Η συνθετική μουσική συνδυάζει διάφορα είδη ήχων.
Χρησιμοποιούνται συνθετικά λιπάσματα για την ενίσχυση της γεωργικής παραγωγής.
3