1. Λέξη
    συνθετικό (επίθετο) - (παρόμοια: συνθετικός - συνθηματικό - συντηρητικό - συνταρακτικό)
  2. Συνώνυμα
    • σύνθετο
    • συνδυασμένο
    • μικτό
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλό
    • αμόλυντο
    • ασύνθετο
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκύπτει από τη σύνθεση διαφορετικών στοιχείων ή μερών.
    • Που έχει σχηματιστεί με συνθετικό τρόπο ή που αποτελείται από συνθετικά υλικά.
    • Που αναφέρεται σε προϊόντα ή ουσίες που έχουν παραχθεί τεχνητά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το συνθετικό ύφασμα είναι πιο ανθεκτικό από το βαμβακερό.
    • Η συνθετική μουσική συνδυάζει διάφορα είδη ήχων.
    • Χρησιμοποιούνται συνθετικά λιπάσματα για την ενίσχυση της γεωργικής παραγωγής.
    3