1. Λέξη
    συνταρακτικό (επίθετο) - (παρόμοια: συνταξιοδοτικό - συντηρητικό - συνθετικό)
  2. Συνώνυμα
    • αναστατωτικό
    • συγκλονιστικό
    • ταραχώδες
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμηστικό
    • χαλαρωτικό
    • σταθερό
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί ταραχή ή αναστάτωση.
    • Που δημιουργεί σύγχυση ή ανασφάλεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το συνταρακτικό νέο προκάλεσε πανικό στους κατοίκους.
    • Η συνταρακτική εμπειρία άφησε βαθιά ίχνη στη ψυχή του.
    2