Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντρίβω (ρήμα) - (παρόμοια:
συντρίμμι
-
στρίβω
-
συνθλίβω
-
συντριβή
-
τρίβω
-
συντροφιά
-
συντριβεί
)
Συνώνυμα
θρυμματίζω
σπάζω
καταστρέφω
λυμαίνομαι
4
Αντώνυμα
επισκευάζω
συγκολλώ
ανακατασκευάζω
επιδιορθώνω
4
Ορισμός
Να καταστρέφω κάτι με βίαιη κίνηση ή πίεση, ώστε να διασπαστεί σε πολλά μικρά κομμάτια.
Να προκαλώ μεγάλη φυσική ή ηθική καταστροφή σε κάποιον ή κάτι.
Να νικώ κάποιον ή κάτι με μεγάλη διαφορά, ιδιαίτερα σε αθλητικό ή πολεμικό πλαίσιο.
3
Παραδείγματα
Ο πατέρας συνέτριψε το ποτήρι στο πάτωμα από θυμό.
Ο σεισμός συνέτριψε ολόκληρες γειτονιές της πόλης.
Η ομάδα μας συνέτριψε τους αντιπάλους με σκορ 5-0.
3