1. Λέξη
    συντρίβω (ρήμα) - (παρόμοια: συντρίμμι - στρίβω - συνθλίβω - συντριβή - τρίβω - συντροφιά - συντριβεί)
  2. Συνώνυμα
    • θρυμματίζω
    • σπάζω
    • καταστρέφω
    • λυμαίνομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • επισκευάζω
    • συγκολλώ
    • ανακατασκευάζω
    • επιδιορθώνω
    4
  4. Ορισμός
    • Να καταστρέφω κάτι με βίαιη κίνηση ή πίεση, ώστε να διασπαστεί σε πολλά μικρά κομμάτια.
    • Να προκαλώ μεγάλη φυσική ή ηθική καταστροφή σε κάποιον ή κάτι.
    • Να νικώ κάποιον ή κάτι με μεγάλη διαφορά, ιδιαίτερα σε αθλητικό ή πολεμικό πλαίσιο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατέρας συνέτριψε το ποτήρι στο πάτωμα από θυμό.
    • Ο σεισμός συνέτριψε ολόκληρες γειτονιές της πόλης.
    • Η ομάδα μας συνέτριψε τους αντιπάλους με σκορ 5-0.
    3