1. Λέξη
    συνταξιοδοτικό (επίθετο) - (παρόμοια: συνταξιοδοτούμαι - συνταξιοδότηση - συνταρακτικό - συνταξιούχος)
  2. Συνώνυμα
    • συνταξιοδοτικός
    • συνταξιοδοτικής φύσης
    2
  3. Αντώνυμα
    • μη συνταξιοδοτικό
    • ασυνταξιοδότητο
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τη σύνταξη ή τη σύνταξη και τη σύνταξη.
    • Αφορά τα οικονομικά οφέλη που παρέχονται στους συνταξιούχους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας απαιτεί αναμόρφωση.
    • Οι συνταξιοδοτικές αποδοχές εξαρτώνται από τα χρόνια ασφάλισης.
    2