Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνταξιοδοτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
συνταξιοδοτούμαι
-
συνταξιοδότηση
-
συνταρακτικό
-
συνταξιούχος
)
Συνώνυμα
συνταξιοδοτικός
συνταξιοδοτικής φύσης
2
Αντώνυμα
μη συνταξιοδοτικό
ασυνταξιοδότητο
2
Ορισμός
Σχετικός με τη σύνταξη ή τη σύνταξη και τη σύνταξη.
Αφορά τα οικονομικά οφέλη που παρέχονται στους συνταξιούχους.
2
Παραδείγματα
Το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας απαιτεί αναμόρφωση.
Οι συνταξιοδοτικές αποδοχές εξαρτώνται από τα χρόνια ασφάλισης.
2