Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντετριμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
στριμμένος
-
συντονισμένος
)
Συνώνυμα
κατεστραμμένος
χαλασμένος
καταστραμμένος
3
Αντώνυμα
άθικτος
αλώβητος
ανέπαφος
3
Ορισμός
Που έχει υποστεί μεγάλη καταστροφή ή ζημιά.
Που έχει καταστραφεί πλήρως ή έχει υποστεί μεγάλη φθορά.
Που βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση, είτε υλικά είτε ηθικά.
3
Παραδείγματα
Ο συντετριμμένος πολιτικός προσπαθούσε να βρει τρόπο να επανέλθει.
Το συντετριμμένο κτήριο ήταν επικίνδυνο για τους περαστικούς.
Με συντετριμμένη ψυχή παραδέχτηκε την ήττα του.
3