1. Λέξη
    συντετριμμένος (επίθετο) - (παρόμοια: στριμμένος - συντονισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • κατεστραμμένος
    • χαλασμένος
    • καταστραμμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • άθικτος
    • αλώβητος
    • ανέπαφος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει υποστεί μεγάλη καταστροφή ή ζημιά.
    • Που έχει καταστραφεί πλήρως ή έχει υποστεί μεγάλη φθορά.
    • Που βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση, είτε υλικά είτε ηθικά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο συντετριμμένος πολιτικός προσπαθούσε να βρει τρόπο να επανέλθει.
    • Το συντετριμμένο κτήριο ήταν επικίνδυνο για τους περαστικούς.
    • Με συντετριμμένη ψυχή παραδέχτηκε την ήττα του.
    3