Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στριμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
στραμμένος
-
συντετριμμένος
-
στημένος
-
θλιμμένος
-
στρεσαρισμένος
-
σταυρωμένος
)
Συνώνυμα
σφιχτός
στενός
πιεσμένος
3
Αντώνυμα
χαλαρός
ευρύς
αραιός
3
Ορισμός
Που έχει υποστεί στρίψιμο ή πίεση.
Που είναι πολύ σφιχτός ή στενός.
Που δείχνει ένταση ή άγχος.
3
Παραδείγματα
Το σκοινί ήταν τόσο στριμμένο που έσπασε.
Ένιωθε στριμμένος στον μικρό χώρο.
Το πρόσωπό του ήταν στριμμένο από το άγχος.
3