Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντρίμμι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συντρίβω
-
συντριβή
)
Συνώνυμα
θραύσμα
κομμάτι
σπασμένο κομμάτι
3
Αντώνυμα
ολόκληρο
ακέραιο
2
Ορισμός
Ένα μικρό κομμάτι ή θραύσμα από κάτι που έχει σπάσει ή καταστραφεί.
Κάτι που έχει υποστεί μεγάλη καταστροφή ή ζημιά.
2
Παραδείγματα
Μετά την έκρηξη, το κτίριο είχε μετατραπεί σε συντρίμμια.
Η καταιγίδα άφησε πίσω της έναν ολόκληρο οικισμό σε συντρίμμια.
2