1. Λέξη
    συντρίμμι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συντρίβω - συντριβή)
  2. Συνώνυμα
    • θραύσμα
    • κομμάτι
    • σπασμένο κομμάτι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ολόκληρο
    • ακέραιο
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα μικρό κομμάτι ή θραύσμα από κάτι που έχει σπάσει ή καταστραφεί.
    • Κάτι που έχει υποστεί μεγάλη καταστροφή ή ζημιά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά την έκρηξη, το κτίριο είχε μετατραπεί σε συντρίμμια.
    • Η καταιγίδα άφησε πίσω της έναν ολόκληρο οικισμό σε συντρίμμια.
    2