Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντριβή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συντριβεί
-
συντριβάνι
-
συντρίβω
-
συντριπτικός
-
τριβή
-
συντρίμμι
-
συντροφιά
)
Συνώνυμα
καταστροφή
απώλεια
κατάρρευση
σύντριμμα
4
Αντώνυμα
επιτυχία
νίκη
ανάκαμψη
αναγέννηση
4
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να καταστρέφεται κάτι εντελώς.
Μια μεγάλη αποτυχία ή ήττα που προκαλεί βαθιά θλίψη ή απελπισία.
Η φθορά ή η καταστροφή κάποιου αντικειμένου ή δομής.
3
Παραδείγματα
Η συντριβή του αεροσκάφους προκάλεσε πολλές απώλειες.
Μετά τη συντριβή των οικονομικών του, έπεσε σε κατάθλιψη.
Η συντριβή των ελπίδων του τον έκανε να νιώσει απελπισμένος.
3