1. Λέξη
    συντριβή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συντριβεί - συντριβάνι - συντρίβω - συντριπτικός - τριβή - συντρίμμι - συντροφιά)
  2. Συνώνυμα
    • καταστροφή
    • απώλεια
    • κατάρρευση
    • σύντριμμα
    4
  3. Αντώνυμα
    • επιτυχία
    • νίκη
    • ανάκαμψη
    • αναγέννηση
    4
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να καταστρέφεται κάτι εντελώς.
    • Μια μεγάλη αποτυχία ή ήττα που προκαλεί βαθιά θλίψη ή απελπισία.
    • Η φθορά ή η καταστροφή κάποιου αντικειμένου ή δομής.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η συντριβή του αεροσκάφους προκάλεσε πολλές απώλειες.
    • Μετά τη συντριβή των οικονομικών του, έπεσε σε κατάθλιψη.
    • Η συντριβή των ελπίδων του τον έκανε να νιώσει απελπισμένος.
    3