1. Λέξη
    συντριβάνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σιντριβάνι - συντριβή - συντριβεί)
  2. Συνώνυμα
    • κρήνη
    • πινακίδα
    • καταβόθρα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξηρασία
    • ανομβρία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια κατασκευή που εκτοξεύει νερό στον αέρα, συνήθως για διακοσμητικούς ή αναψυκτικούς σκοπούς.
    • Μια πηγή νερού που αναβλύζει από το έδαφος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το συντριβάνι στην πλατεία είναι ένα δημοφιλές σημείο συνάντησης.
    • Τα παιδιά παίζουν γύρω από το συντριβάνι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
    2