Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντριβεί (ρήμα) - (παρόμοια:
συντριβή
-
συντριβάνι
-
συντρίβω
-
συντριπτικός
)
Συνώνυμα
καταστρέφω
θρυμματίζω
σπάζω
3
Αντώνυμα
επισκευάζω
συντηρώ
ανακαινίζω
3
Ορισμός
Να καταστρέφω κάτι σε μικρά κομμάτια.
Να προκαλώ μεγάλη καταστροφή ή ζημιά.
Να νικώ κάποιον ή κάτι με απόλυτο τρόπο.
3
Παραδείγματα
Ο σεισμός συνέτριψε πολλά κτίρια στην πόλη.
Η ομάδα μας συνέτριψε τους αντιπάλους με σκορ 5-0.
Ο θυμός του τον οδήγησε να συντρίψει το τηλέφωνό του στο πάτωμα.
3