1. Λέξη
    συντριβεί (ρήμα) - (παρόμοια: συντριβή - συντριβάνι - συντρίβω - συντριπτικός)
  2. Συνώνυμα
    • καταστρέφω
    • θρυμματίζω
    • σπάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επισκευάζω
    • συντηρώ
    • ανακαινίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να καταστρέφω κάτι σε μικρά κομμάτια.
    • Να προκαλώ μεγάλη καταστροφή ή ζημιά.
    • Να νικώ κάποιον ή κάτι με απόλυτο τρόπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο σεισμός συνέτριψε πολλά κτίρια στην πόλη.
    • Η ομάδα μας συνέτριψε τους αντιπάλους με σκορ 5-0.
    • Ο θυμός του τον οδήγησε να συντρίψει το τηλέφωνό του στο πάτωμα.
    3