1. Λέξη
    συχνά (επίρρημα) - (παρόμοια: συχνάζω - συχνός)
  2. Συνώνυμα
    • τακτικά
    • πυκνά
    • συνεχώς
    3
  3. Αντώνυμα
    • σπάνια
    • αραιά
    2
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που συμβαίνει πολλές φορές ή σε μικρά χρονικά διαστήματα.
    • Με τρόπο που χαρακτηρίζεται από επανάληψη ή συνέχεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συχνά πηγαίνω στο πάρκο για να χαλαρώσω.
    • Ο καιρός αλλάζει συχνά την άνοιξη.
    2