Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συχνά (επίρρημα) - (παρόμοια:
συχνάζω
-
συχνός
)
Συνώνυμα
τακτικά
πυκνά
συνεχώς
3
Αντώνυμα
σπάνια
αραιά
2
Ορισμός
Με τρόπο που συμβαίνει πολλές φορές ή σε μικρά χρονικά διαστήματα.
Με τρόπο που χαρακτηρίζεται από επανάληψη ή συνέχεια.
2
Παραδείγματα
Συχνά πηγαίνω στο πάρκο για να χαλαρώσω.
Ο καιρός αλλάζει συχνά την άνοιξη.
2