Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συχνός (επίθετο) - (παρόμοια:
συχνά
-
συχνότητα
-
συχνάζω
)
Συνώνυμα
τακτικός
επανειλημμένος
πυκνός
3
Αντώνυμα
σπάνιος
αραιός
ασυνήθιστος
3
Ορισμός
Που συμβαίνει ή επαναλαμβάνεται σε μικρά χρονικά διαστήματα.
Που εμφανίζεται ή συναντάται πολύ συχνά.
Που έχει μεγάλη συχνότητα.
3
Παραδείγματα
Ο συχνός βροχές τον χειμώνα κάνουν την περιοχή πολύ πράσινη.
Είναι συχνός επισκέπτης σε αυτό το εστιατόριο.
Η συχνή άσκηση βοηθά στη διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης.
3