1. Λέξη
    συχνός (επίθετο) - (παρόμοια: συχνά - συχνότητα - συχνάζω)
  2. Συνώνυμα
    • τακτικός
    • επανειλημμένος
    • πυκνός
    3
  3. Αντώνυμα
    • σπάνιος
    • αραιός
    • ασυνήθιστος
    3
  4. Ορισμός
    • Που συμβαίνει ή επαναλαμβάνεται σε μικρά χρονικά διαστήματα.
    • Που εμφανίζεται ή συναντάται πολύ συχνά.
    • Που έχει μεγάλη συχνότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο συχνός βροχές τον χειμώνα κάνουν την περιοχή πολύ πράσινη.
    • Είναι συχνός επισκέπτης σε αυτό το εστιατόριο.
    • Η συχνή άσκηση βοηθά στη διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης.
    3