1. Λέξη
    συχνάζω (ρήμα) - (παρόμοια: συχνά - συχνός)
  2. Συνώνυμα
    • επισκέπτομαι
    • περιφέρομαι
    • βρίσκομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • απομακρύνομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Εμφανίζομαι ή βρίσκομαι συχνά σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
    • Κινούμαι ή πηγαινοέρχομαι σε έναν τόπο με συχνότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συχνάζει στο ίδιο καφενείο κάθε απόγευμα.
    • Αυτός ο νεαρός συχνάζει στη γειτονιά μας τα βράδια.
    2