Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συχνάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
συχνά
-
συχνός
)
Συνώνυμα
επισκέπτομαι
περιφέρομαι
βρίσκομαι
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
απομακρύνομαι
2
Ορισμός
Εμφανίζομαι ή βρίσκομαι συχνά σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
Κινούμαι ή πηγαινοέρχομαι σε έναν τόπο με συχνότητα.
2
Παραδείγματα
Συχνάζει στο ίδιο καφενείο κάθε απόγευμα.
Αυτός ο νεαρός συχνάζει στη γειτονιά μας τα βράδια.
2