Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σφυρί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σφυρίζω
-
σφυρίχτρα
)
Συνώνυμα
σκοινάκι
σφυρίδι
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Εργαλείο που χρησιμοποιείται για να χτυπάει ή να σφυρηλατεί, συνήθως αποτελείται από μια βαριά μεταλλική κεφαλή προσαρτημένη σε μια λαβή.
Στην ανατομία, οστό του ποδιού που βρίσκεται ανάμεσα στον αστράγαλο και τα δάκτυλα.
2
Παραδείγματα
Ο τεχνίτης χρησιμοποίησε το σφυρί για να καρφώσει τα καρφιά στον τοίχο.
Ο γιατρός εξέτασε το σφυρί του ασθενή για να διαγνώσει κάποια βλάβη.
2