1. Λέξη
    σφυρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: σφυρί - σφυρίχτρα - ξυρίζω - γυρίζω - μυρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • σφυρίζω
    • σφυρίζω
    • σφυρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπώ
    • αποσιωπώ
    2
  4. Ορισμός
    • να παράγω ήχο με το στόμα ή με κάποιο όργανο, συνήθως μερικές φορές συνεχόμενα, για να δηλώσω κάτι ή για να προκαλέσω προσοχή.
    • να εκπέμπω ήχο παρόμοιο με αυτόν του σφυριού, όπως ο άνεμος ή ένα βλήμα που κινείται γρήγορα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο άντρας σφύριζε ενώ περπατούσε στο πάρκο.
    • Ο άνεμος σφύριζε ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων.
    2