Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σφυρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σφυρί
-
σφυρίχτρα
-
ξυρίζω
-
γυρίζω
-
μυρίζω
)
Συνώνυμα
σφυρίζω
σφυρίζω
σφυρίζω
3
Αντώνυμα
σιωπώ
αποσιωπώ
2
Ορισμός
να παράγω ήχο με το στόμα ή με κάποιο όργανο, συνήθως μερικές φορές συνεχόμενα, για να δηλώσω κάτι ή για να προκαλέσω προσοχή.
να εκπέμπω ήχο παρόμοιο με αυτόν του σφυριού, όπως ο άνεμος ή ένα βλήμα που κινείται γρήγορα.
2
Παραδείγματα
Ο άντρας σφύριζε ενώ περπατούσε στο πάρκο.
Ο άνεμος σφύριζε ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων.
2